φυλακτόν

φυλακτόν
φυλακτός
capable of being preserved
masc acc sg
φυλακτός
capable of being preserved
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυλακτό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Σουφλίου, του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τυχερού. * * * το / φυλακτόν, ΝΜ, και φυλαχτό Ν αντικείμενο, φυσικό ή χειροποίητο, που φορεί συνήθως κάποιος επάνω του γιατί πιστεύει ότι… …   Dictionary of Greek

  • φυλακτός — ή, όν, Α [φυλάσσω] 1. αυτός που μπορεί να περιφρουρηθεί, να προστατευτεί («φυλακτὸν ἡ ὑγεία», Αλέξ. Αφρ.) 2. αυτός τον οποίον αξίζει κανείς να φυλάγει, να προσέχει, αξιόλογος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”